- αποδίωξη
- [-ις (-εως)] η , αποδίώξιμο τό изгнание
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἀποδιώξῃ — ἀποδιώξηι , ἀποδίωξις expulsion fem dat sg (epic) ἀποδιώκω chase away aor subj mid 2nd sg ἀποδιώκω chase away aor subj act 3rd sg ἀποδιώκω chase away fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άπωση — η (AM ἄπωσις) [απωθώ] η προς τα πίσω ώθηση, η απώθηση αρχ. αποδίωξη, απόκρουση … Dictionary of Greek
αποπομπή — η (Α ἀποπομπή) [αποπέμπω] νεοελλ. απόλυση από υπηρεσία ή αξίωμα αρχ. 1. αποσόβηση, αποτροπή 2. εξαγνισμός, κάθαρση 3. αποδίωξη της συζύγου … Dictionary of Greek